- μαρκαρίζω
- βλ. μαρκάρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαρκάρισμα — ατος, το [μαρκαρίζω] 1. το να σημαδεύει κανείς κάτι με μάρκα, με αναγνωριστικό σήμα («τέλειωσα το μαρκάρισμα τών σεντονιών») 2. μτφ. το να διακρίνει κανείς κάποιον ή κάτι ανάμεσα σε πολλά άλλα, η επισήμανση με το βλέμμα ενός προσώπου ή πράγματος … Dictionary of Greek
μαρκάρω — και μαρκαρίζω 1. βάζω μάρκα πάνω σε ένα αντικείμενο, χαράσσω ή σταμπάρω κάποιο αντικείμενο με χαρακτηριστικό εμπορικό ή αναγνωριστικό σήμα («μαρκάρισα τα μαντίλια μου») 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάποιον ανάμεσα σε πολλούς («τόν… … Dictionary of Greek
μαρκάρω — και μαρκαρίζω μάρκαρα και μαρκάρισα, μαρκαρισμένος 1. αποτυπώνω πάνω σ ένα αντικείμενο μάρκα, σταμπάρω, επισημαίνω, σημαδεύω: Μάρκαρα τα σακάκια. 2. (αθλητ.), παρεμποδίζω αντίπαλο παίχτη: Μαρκάρει πάντα τον πιο δυνατό παίχτη. 3. μτφ., διακρίνω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)